Το πολυβινυλοχλωρίδιο χωρίς πλαστικοποιητές ή uPVC είναι το τρίτο πιο διαδεδομένο παραγόμενο συνθετικό πλαστικό πολυμερές. Εξαιτίας του πολυμορφικού και ανθεκτικού του χαρακτήρα είναι ιδιαίτερα δημοφιλές σε διάφορους βιομηχανικούς κλάδους, και ιδιαίτερα στον κατασκευαστικό, όπου βρίσκει πολλές εφαρμογές.
Το υλικό ανακαλύφθηκε κατά λάθος και μάλιστα δύο φορές. Το 1838 ο Henri Victor και το 1872 ο Eugen Baumann ανακάλυψαν ένα στέρεο υλικό που εμφανίζονταν σε θύλακες του πολυβινυλοχλωρίδιο όταν αυτό εκτίθεται στον ήλιο. Μόλις το 1920 ένας Αμερικάνος εφευρέτης, ο Waldo Semon, ανάμειξε το υλικό αυτό με άλλα πρόσθετα και δημιούργησε ένα νέο σταθερό αλλά και ευέλικτο υλικό.
Στις αρχές του 20ου αιώνα οι επιστήμονες άρχισαν να πειραματίζονται με το πολυβινυλοχλωρίδιο για να δημιουργήσουν ένα στερεό υλικό. Ο γερμανός χημικός Friedrich Heinrich August Klatte, το 1912, κατοχύρωσε την πατέντα σχετικά με την μέθοδο που υλικό χρησιμοποιεί το ηλιακό φως, την θερμότητα και τα υπεροξείδια. Παρόλαυτα, οι πρώτες προσπάθειες δεν ήταν πολύ επιτυχημένες εξαιτίας της περιορισμένης κατανόησης της «πολυμερικής διαδικασίας».
Κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκόσμιου πολέμου το PVC κέρδισε την προσοχή ως υποκατάστατο του φυσικού λάστιχου το οποίο ήταν σε έλλειψη. Η αύξηση της ζήτησης ενός πιο ευέλικτου υλικού, οδήγησε τις εξελίξεις στην διαδικασία παραγωγής PVC με την προσθήκη πλαστικοποιητών που το έκαναν πιο εύκαμπτο. Γύρω στο 1950, το PVC έγινε ένα εμπορικά βιώσιμο υλικό, με ένα μεγάλο εύρος εφαρμογών όπως οι σωλήνες, τα καλώδια, η ένδυση και πολλά ακόμη.
Με τα χρόνια η έρευνα και ανάπτυξη του PVC επικεντρώθηκε στην βελτίωση χαρακτηριστικών του όπως η ανθεκτικότητα, η μονωτικές του ιδιότητες απέναντι στην ζέστη, και το περιβαλλοντικό του αποτύπωμα. Οι διαφορετικές μορφές και τρόποι παραγωγής αναπτύχθηκαν για να καλύψουν συγκεκριμένες ανάγκες και διάφορες εφαρμογές.
Τις επόμενες δεκαετίες, πολλές επιχειρήσεις άρχισαν να πειραματίζονται με το νέο υλικό, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν πολλά καινούρια προϊόντα και καινοτομίες όπως ο δίσκος βινυλίου. Ο κατασκευαστικός κλάδος είδε μία μεγάλη ευκαιρία σε αυτό εξαιρετικό υλικό, εξαιτίας της μακροβιότητάς του και της αντίστασής του στην σκουριά και στην διάβρωση. Αποτέλεσε επαναστατικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για την κατασκευή σωλήνων και μονωτικό καλωδίων ηλεκτρικού ρεύματος. Σήμερα υπολογίζεται ότι η μισή παραγωγή του uPVC χρησιμοποιείται στους σωλήνες ύδρευσης και αποχέτευσης. Μόλις τις δεκαετίες ‘70 και ‘80 το uPVC αναγνωρίστηκε ως εναλλακτικό υλικό για την κατασκευή κουφωμάτων (πόρτες και παράθυρα), εξαιτίας της ανθεκτικότητάς του και της θερμικής μονωτικής του ικανότητας. Από την δεκαετία του ’90 τα παράθυρα από uPVC ήταν ευρεία διαδεδομένα στον Ηνωμένο Βασίλειο και έπειτα στην υπόλοιπη Ευρώπη. Όμως στην αρχή το άσπρο χρώμα λερώνονταν εύκολα και η μέτρια εφαρμογή τους με το τζάμι παρέμεναν θέματα που αποθάρρυναν αρκετούς από τη χρήση τους.
Την τελευταία δεκαετία η τεχνολογία που ενσωματώθηκε , τόσο στο υλικό όσο και στην κατασκευή, καθώς και η αφαίρεση των πλαστικοποιητών κατέστησε το υλικό ιδανικό για όσους ήθελαν παράθυρα με την μέγιστη απόδοση μόνωσης με ελάχιστή συντήρηση.